Η Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963
Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτώριο. Χλευάζεται και
κατασυκοφαντείται. Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια.
Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον
πολιτισμό της. Όποια εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει
στα «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο
όλοι θέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς.
Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια!
Δεν είμαστε οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν
για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο. Ένας φτωχός λαός, που
γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για
πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων
αδίστακτων πολιτικάντηδων. Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν
λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες.
Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν
ήρθε το τέλος.
Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη
περιουσία. Άλλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και ξερογλύφονται.
Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα τους γονείς τους.
Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη
μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα.
Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον.
Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον
Όλυμπο, μες τη «φωλιά του Δράκου», και είπα, πως δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή.
Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα
και καταστροφή, αντί να την αφανίσει, την ανάσταινε!
Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ’ το εξωτερικό
και μας ….νεκρολογούσαν! Είναι απ’ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει
στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους! Και
βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους
έστειλα το κείμενο που ακολουθεί….
“Ἀνήκω σὲµία χώρα µικρή.
Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴΜεσόγειο, ποὺδὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸπαρὰτὸν
ἀγώνα τοῦλαοῦ, τὴθάλασσα, καὶτὸφῶς τοῦἥλιου.
Εἶναι µικρὸς ὁτόπος µας, ἀλλὰἡπαράδοσή του εἶναι τεράστια καὶτὸ
πράγµα ποὺτὴχαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.
Ἡἑλληνικὴγλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲτης νὰµιλιέται. Δέχτηκε τὶς
ἀλλοιώσεις ποὺδέχεται καθετὶζωντανό, ἀλλὰδὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.
Ἄλλο χαρακτηριστικὸαὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡἀγάπη της γιὰτὴν
ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡδικαιοσύνη.
Στην ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲτόση ἀκρίβεια, ὁἄνθρωπος ποὺ
ξεπερνά τὸµέτρο, πρέπει νὰτιµωρηθεῖἀπὸτὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰµένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡσυνείδηση τῆς δικαιοσύνης
είχε τόσο πολὺδιαποτίσει τὴν ἑλληνικὴψυχή, ὥστε νὰγίνει κανόνας τοῦ
φυσικού κόσµου.
Καὶἕνας ἀπὸτοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦπερασµένου αἰώνα,
γράφει: «… θὰχαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …».
Αὐτὸς ὁἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰγράφει στὰτριάντα
πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰστὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ
προφορική παράδοση πηγαίνει µακριὰστὰπερασµένα ὅσο καὶἡγραπτή. Τὸἴδιο καὶἡποίηση.
Εἶναι γιὰµένα σηµαντικὸτὸγεγονὸς ὅτι ἡΣουηδία θέλησε νὰτιµήσει
καί τούτη τὴν ποίηση καὶὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶὅταν
ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸπεριορισµένο.
Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁσύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ
τυρρανισµένος ἀπὸτὸφόβο καὶτὴν ἀνησυχία, τὴχρειάζεται τὴν ποίηση.
Ἡποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶτί θὰ
γινόµασταν ἂν ἡπνοή µας λιγόστευε;
Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸξέρει ἂν τὰδεινά µας
δὲν τὰχρωστᾶµε στὴστέρηση ἐµπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸτοῦτο τὸτραπέζι, τὴν πολὺ
µεγάλη διαφορά ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴν λογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸδράµα
καὶἕνα σηµερινό, ἡδιαφορὰεἶναι λίγη. Ναί, ἡσυµπεριφορὰτοῦ
ἀνθρώπου δὲµοιάζει νὰἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶπρέπει νὰπροσθέσω πὼς
νιώθει πάντα την ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴποὺ
ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴἡφωνὴποὺκινδυνεύει νὰσβήσει κάθε στιγµὴἀπὸ
στέρηση ἀγάπης καὶὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺνὰ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸἔνστικτο νὰπάει νὰριζώσει στοὺς
πιό ὸἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴδὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶµικρὰµέρη